- καμινεύω
- μετ.1) выплавлять; 2) обжигать (известь, кирпичи и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καμινεύω — (Α καμινεύω) [κάμινος] λειώνω σε κάμινο, κατεργάζομαι μέταλλο ή άλλη ύλη σε καμίνι («σίδηρος καμινευόμενος», Στράβ.) … Dictionary of Greek
καμινεύω — καμίνευσα, καμινεύτηκα, καμινευμένος, λιώνω μετάλλευμα στο καμίνι, ανθρακοποιώ ξύλα, ασβεστοποιώ πέτρες: Καμινεύει μέταλλα από το πρωί ως το βράδυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμινευόντων — καμῑνευόντων , καμινεύω heat in a furnace pres part act masc/neut gen pl καμῑνευόντων , καμινεύω heat in a furnace pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαμίνευτος — η, ο [καμινεύω] (για κεραμίδια, πήλινα, ορυκτά) εκείνος που δεν έχει ψηθεί αρκετά στο καμίνι, άψητος ή μισοψημένος, αφούρνιστος ή μισοφουρνισμένος … Dictionary of Greek
ανακαμινεύω — ενεργώ νέα καμίνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καμινεύω. ΠΑΡ. ανακαμίνευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κων. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη] … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
καμίνευμα — το [καμινεύω] η κατεργασία τού μετάλλου σε κάμινο η πύρωση ή τήξη μιας ύλης σε καμίνι, η ανθρακοποίηση ξύλων, η ασβεστοποίηση λίθων κ.λπ … Dictionary of Greek
καμίνευση — η [καμινεύω] η κατεργασία μεταλλευμάτων ή άλλων υλικών σε κάμινο, το καμίνευμα … Dictionary of Greek
καμινεία — η (Α καμινεία) [καμινεύω] η εργασία που γίνεται με το χωνευτικό καμίνι, καμίνευση* … Dictionary of Greek
καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] … Dictionary of Greek
καμινευτής — ο θηλ. καμινεύτρια (Α καμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης αρχ. επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια τής Ιταλίας … Dictionary of Greek